- μώλος
- ο1) мол; набережная; 2) геогр. коса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μῶλος — toil and moil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶλος — toil and moil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Μώλος — Sp Mòlas Ap Μώλος/Molos L R Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μῶλον — Μῶλος toil and moil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶλον — μῶλος toil and moil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώλου — Μῶλος toil and moil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώλους — Μῶλος toil and moil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώλῳ — Μῶλος toil and moil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Molos — Μώλος Location … Wikipedia
μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… … Dictionary of Greek